shoplifter

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈʃɒplɪftər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈʃɑpˌlɪftɚ/ ,USA pronunciation: respelling(shoplif′tər)

  • WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: shoplifter, lifter
Ο όρος 'shoplifter' παραπέμπει στον όρο 'lifter'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'shoplifter' is cross-referenced with 'lifter'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shoplifter n ([sb] who steals from shops)κλέφτης ουσ αρσ
 A shoplifter stole three packs of licorice.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lifter n (lifting mechanism)ανελκυστήρας ουσ αρσ
  ανυψωτικός μηχανισμός επίθ + ουσ αρσ
 The lifter failed to operate so it was replaced.
 Ο ανυψωτικός μηχανισμός χάλασε και έτσι αντικαταστάθηκε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lifter n informal, abbreviation (person who lifts weights) (άτομο)αρσιβαρίστας, αρσιβαρίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 She became a lifter to increase her upper body strength.
 Έγινε αρσιβαρίστρια για να αυξήσει την δύναμη του πάνω μέρους του σώματός της.
lifter n informal, abbreviation (person: shoplifter, thief)κλέφτης ουσ αρσ
 The store prosecutes lifters aggressively.
 Το κατάστημα διώκει επιθετικά τους κλέφτες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
lifter | shoplifter
ΑγγλικάΕλληνικά
weightlifter,
weight-lifter,
weight lifter
n
(athlete who lifts weights)αθλητής της άρσης βαρών, αθλήτρια της άρσης βαρών φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)αρσιβαρίστας, αρσιβαρίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The weightlifter is training for the Olympic Games.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shoplifter' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shoplifter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shoplifter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!