WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
scribbling n | (doodling) | μουντζούρα ουσ θηλ |
| (πρόχειρη, όχι λεπτομερής) | ζωγραφιά ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | καλικατζούρα ουσ θηλ |
| My son loves to draw, but all he does is colorful scribbling. |
scribbling n | (messy handwriting) | ορνιθοσκαλίσματα ουσ ουδ πλ |
| (καθομιλουμένη) | καλικατζούρες ουσ θηλ πλ |
| How do you possibly expect me to be able to read these scribblings? |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
scribble⇒ vi | (write, doodle) | γράφω πρόχειρα, γράφω βιαστικά ρ αμ + επίρ |
| (σχεδιάζω) | σκετσάρω ρ αμ |
| (μεταφορικά, καθομ) | μουτζουρώνω ρ αμ |
| (λόγιος: αφηρημένα) | τυχαιογραφίζω ρ αμ |
| The children scribbled contentedly with their new crayons. |
| Τα παιδιά μουτζούρωναν ευχαριστημένα με τις καινούριες κηρομπογιές τους. |
scribble on [sth], scribble in [sth] vi + prep | (make marks, doodle) (σε κτ) | κάνω σχεδιάκια περίφρ |
| (καθομ: το χαρτί) | μουτζουρώνω ρ μ |
| (λόγιος: αφηρημένα) | τυχαιογραφίζω ρ αμ |
| I scribbled on my notebook while listening to the lecture. |
| Έκανα σχεδιάκια στο τετράδιό μου ενώ άκουγα τη διάλεξη. |
scribble [sth]⇒ vtr | (write carelessly) | γράφω πρόχειρα, γράφω βιαστικά ρ μ + επίρ |
| (μεταφορικά, καθομ) | μουντζουρώνω ρ μ |
| She scribbled a note and handed it to me. |
| Έγραψε πρόχειρα μια σημείωση και μου την έδωσε. |
scribble n | (meaningless marks) | μουτζούρα, μουντζούρα ουσ θηλ |
| (συνήθως πληθ: γραφή) | ορνιθοσκάλισμα ουσ ουδ |
| (λόγιος) | τυχαιογράφημα ουσ ουδ |
| What are all these scribbles on the wall? |
| Τι είναι όλες αυτές οι μουντζούρες στον τοίχο; |
scribble n | (careless handwriting) (συνήθως πληθυντικός) | μουτζούρα, μουντζούρα ουσ θηλ |
| (συνήθως πληθυντικός) | ορνιθοσκάλισμα ουσ ουδ |
| It's hard to read his scribble but I think it says "tomorrow”. |
| Δυσκολεύομαι να διαβάσω τα ορνιθοσκαλίσματά του αλλά νομίζω ότι γράφει «αύριο». |