Σε αυτή τη σελίδα: scaling up, scale up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scaling up n (enlargement) (υπό κλίμακα ή σταθερό λόγο)μεγέθυνση, αύξηση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scale up [sth],
scale [sth] up
vtr + adv
(increase in size)μεγαλώνω ρ μ
  αυξάνω ρ μ
 The artist uses a grid to scale up his sketch for the canvas.
scale up [sth],
scale [sth] up
vtr phrasal sep
figurative (increase, upsize)αυξάνω, πολλαπλασιάζω ρ μ
 Now that the business is turning a profit, it is time to scale up operations.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scaling up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scaling up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!