• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: rouged, rouge

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rouged adj (wearing blush) (πρόσωπο, μάγουλο)με ρουζ περίφρ
  (άτομο)που φοράει ρουζ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rouge n (cosmetics: blusher)ρουζ ουσ ουδ άκλ
  (παλαιό)κοκκινάδι ουσ ουδ
Σχόλιο: ρουζ: ξενικό, άκλιτο
 Makeup application is not complete until you apply the rouge.
rouge [sth] vtr (apply blusher to)βάζω ρουζ σε κτ περίφρ
 I rouge my cheeks to give my face some color.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rouged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rouged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!