WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| revolutionary adj | (radical, new) (μεταφορικά) | επαναστατικός επίθ |
| | | καινοτόμος επίθ |
| | Her ideas for transforming the industry are revolutionary. |
| | Οι ιδέες τις για τη μεταμόρφωση του κλάδου είναι επαναστατικές. |
| revolutionary adj | (politics: relating to revolution) | επαναστατικός επίθ |
| | Revolutionary fervour is sweeping the country. |
| | Η επαναστατική ζέση εξαπλώνεται στη χώρα. |
| revolutionary n | (politics: militant, radical) | επαναστάτης, επαναστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | Revolutionaries have regained control of the western sector. |
| | Οι επαναστάτες επανέκτησαν τον έλεγχο του δυτικού τομέα. |
| Revolutionary adj | historical (of the American Revolution) | επαναστατικός επίθ |
| | | των επαναστατών περίφρ |
| Σχόλιο: Αναφέρεται στην ιστορία των ΗΠΑ και στα ελληνικά απαιτεί επιπλέον επεξηγήσεις. |
| | His ancestors fought in the Revolutionary War. |
| Revolutionary n | historical (American Revolutionist) | επαναστάτης, επαναστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Αναφέρεται στην ιστορία των ΗΠΑ και στα ελληνικά απαιτεί επιπλέον επεξηγήσεις. |
| | Several Revolutionaries are buried in the old churchyard. |
| | Αρκετοί επαναστάτες είναι θαμμένοι στον παλιό περίβολο της εκκλησίας. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: