researcher

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪˈsɜːrtʃər/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
researcher n (investigative scientist)ερευνητής, ερευνήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Researchers in England confirmed the Russians' results.
 Ερευνητές στην Αγγλία επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα των Ρώσων.
researcher n (person who gathers information)ερευνητής, ερευνήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Several outside researchers worked on the story.
 Για αυτή την ιστορία δούλεψαν αρκετοί εξωτερικοί ερευνητές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'researcher' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [scientific, medical, market, university, senior, TV] researcher, [hire, recruit, employ] researchers, researchers [analyzed, scoured, explored, compiled, developed, identified], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση researcher στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «researcher».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!