• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reflux n (flowing back, ebb)παλινδρόμηση ουσ θηλ
reflux n (chemistry: act of refluxing) (χημεία)αναρροή ουσ θηλ
reflux n uncountable (acid reflux: heartburn)παλινδρόμηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)καούρα ουσ θηλ
reflux [sth] vtr (chemistry: boil and condense)πραγματοποιώ εκχύλιση με αναρροή έκφρ
 The solution was refluxed for four hours.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
acid reflux n uncountable (heartburn)γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση επίθ + ουσ θηλ
 My doctor says my acid reflux has damaged my esophagus.
 O γιατρός μου λέει ότι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση από την οποία πάσχω έχει βλάψει τον οισοφάγο μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'reflux' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reflux στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reflux».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!