• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: ravaged, ravage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ravaged adj (badly damaged)κατεστραμμένος μτχ πρκ
 Workers are rebuilding the ravaged area.
ravaged adj (face: damaged by age, etc.)ταλαιπωρημένος μτχ πρκ
  κατεστραμμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά: λόγω ηλικίας)σπασμένος μτχ πρκ
 Kate looked into the mirror and saw her ravaged face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ravage [sth] vtr (damage, devastate)καταστρέφω, ρημάζω, συντρίβω ρ μ
  (μεταφορικά)σαρώνω ρ μ
 The violent storm ravaged the coastline.
ravage [sb/sth] vtr often passive (devastate: [sb]'s looks)καταστρέφω ρ μ
  (πιο ήπιο)σημαδεύω ρ μ
  ταλαιπωρώ ρ μ
 Martha's face was ravaged by sun exposure.
the ravages of [sth] npl (damage done by time, war, etc.) (με γενική)τα σημάδια του περίφρ
  η φθορά του περίφρ
 The ravages of time were clear in her once-beautiful face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ravaged' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ravaged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ravaged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!