• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: quavering, quaver

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
quavering adj (voice: quivering, tremulous)τρεμάμενος μτχ ενεστ
 Teresa described the crime scene in a quavering voice.
quavering adj (speaking in trembling voice)που μιλάει με τρεμάμενη φωνή περίφρ
  που τρέμει η φωνή του περίφρ
 The quavering man couldn't speak a full sentence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
quaver n UK (music: eighth note)όγδοο ουσ ουδ
 The song has a difficult melody composed of quavers, but with enough practice you will learn it without any trouble.
quaver vi (voice: tremble, shake)τρέμω ρ αμ
 The frightened boy's voice quavered when he spoke.
quaver vi (speak in trembling voice)τρέμει η φωνή μου περίφρ
  μιλάω με τρεμάμενη φωνή περίφρ
 Mary quavered as she struggled not to cry.
quaver n (trill) (μεταφορικά)τερέτισμα, κελάηδημα ουσ ουδ
 Ryan was so nervous that he couldn't hide the quaver in his voice.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'quavering' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση quavering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «quavering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!