• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: pruned, prune

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pruned adj (tree, shrub: trimmed)κλαδεμένος μτχ πρκ
 Pruned roses produce better blooms.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prune n (dried plum)ξερό δαμάσκηνο, ξηρό δαμάσκηνο, αποξηραμένο δαμάσκηνο φρ ως ουσ ουδ
 Prunes are said to have a laxative effect.
 Τα ξερά δαμάσκηνα λέγεται πως έχουν καθαρτικές ιδιότητες.
prune [sth] vtr (cut tree, shrub, etc.)κλαδεύω ρ μ
 Susan always prunes her hedges in the autumn.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ποια είναι η καλύτερη εποχή για να κλαδέψω τις μηλιές;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prune [sth] vtr figurative (reduce, trim)περικόπτω ρ μ
  κάνω περικοπές σε κτ περίφρ
  μειώνω ρ μ
 Business is bad; we're going to have to prune the staff.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pruned' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pruned στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pruned».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!