• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
preserver n ([sth] that saves or conserves)συντηρητής ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
life jacket,
lifejacket,
also,
US: life vest,
life preserver,
lifesaver,
life saver
n
(inflatable safety vest)σωσίβιο ουσ ουδ
 Some of the crewmen weren't wearing life jackets.
 When the ship hit the rocks we were all ordered to put on our life jackets.
 Ορισμένα μέλη του πληρώματος δε φορούσαν σωσίβιο. // Όταν το πλοίο προσέκρουσε στους βράχους, μας διέταξαν όλους να φορέσουμε σωσίβια.
life preserver n US (life vest, life belt)σωσίβιο ουσ ουδ
life preserver n UK, slang (short club, blackjack)ρόπαλο ουσ ουδ
  γκλομπ ουσ ουδ άκλ
life vest,
life jacket,
also US: life preserver
n
(wearable flotation device)σωσίβιο ουσ ουδ
 Boats are required to have enough life vests for all the passengers. Under boating regulations, you must wear a life jacket when out fishing.
 Τα σκάφη πρέπει να έχουν αρκετά σωσίβια για όλους τους επιβαίνοντες. Σύμφωνα με τους κανονισμούς περί χρήσης σκαφών, είναι υποχρεωτικό να φοράς σωσίβιο όταν ψαρεύεις στα ανοιχτά.
lifebelt,
life belt,
lifebuoy,
life buoy,
life preserver
n
(anti-drowning device: life ring)σωσίβιο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση preserver στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «preserver».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!