• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
preemption,
pre-emption
n
(prior claim to property)δικαίωμα προτίμησης φρ ως ουσ ουδ
  ρήτρα προτίμησης φρ ως ουσ θηλ
 After this contract is up, we will no longer have the right of preemption.
preemption,
pre-emption
n
(preventative action)προληπτική ενέργεια επίθ + ουσ θηλ
  προληπτικό μέτρο επίθ + ουσ ουδ
  πρόληψη ουσ θηλ
 The troops had no time for preemption and advanced quickly on the enemy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση preemption στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «preemption».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!