• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: predisposed, predispose

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
predisposed adj (susceptible, at risk)που έχει προδιάθεση περίφρ
  που έχει τάση περίφρ
predisposed to [sth] adj + prep (having a natural tendency to)που έχει προδιάθεση για κτ περίφρ
  που έχει τάση για κτ περίφρ
 I'm starting to think I'm predisposed to addictive behaviour.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
predispose,
predispose [sb] to [sth],
predispose [sb] towards [sth]
vtr + prep
(make likely or inclined)δημιουργώ σε κπ προδιάθεση για κτ περίφρ
  (συνήθως για κτ κακό)κάνω κπ πιο επιρρεπή σε κτ περίφρ
 Although genetic factors predispose me to diabetes, I haven't developed the disease.
predispose [sb] to do [sth],
predispose [sb] towards doing [sth]
v expr
(make likely to do)δημιουργώ σε κπ την προδιάθεση να κάνει κτ περίφρ
  δημιουργώ σε κπ την τάση να κάνει κτ περίφρ
  (συνήθως για κτ κακό)κάνω κπ πιο επιρρεπή σε κτ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση predisposed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «predisposed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!