predecessor

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpriːdɪsɛsər/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈprɛdəˌsɛsɚ/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(predə ses′ər, pred′ə sesər or, esp. Brit., prēdə ses′ər)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
predecessor n (previous person in role)προκάτοχος ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Your predecessor used to hold staff meetings every week.
 Ο προκάτοχός σου συνήθιζε να οργανώνει συναντήσεις προσωπικού κάθε βδομάδα.
predecessor n (sthg replaced)προηγούμενος ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (μεταφορικά)πρόγονος ουσ αρσ
 This building will be much more useful than its predecessor.
 Αυτό το κτίριο θα είναι πολύ πιο χρήσιμο από το προηγούμενο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'predecessor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση predecessor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «predecessor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!