WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
plus n | uncountable (symbol: +) | συν ουσ ουδ άκλ |
| (καθομιλουμένη) | και ουσ ουδ άκλ |
| You use plus to signify that two numbers should be added together. |
| Το συν χρησιμοποιείται για να δείξει πως δυο αριθμοί πρέπει να προσθεθούν. |
plus n | informal (benefit) | συν ουσ ουδ άκλ |
| | θετικό επίθ ως ουσ ουδ |
| | πλεονέκτημα ουσ ουδ |
| Joan's job offers flexitime, which is a plus. |
| Η δουλειά της Τζόαν της παρέχει ευέλικτο ωράριο και αυτό είναι πλεονέκτημα. |
plus prep | (add) | συν πρόθ |
| | και σύνδ |
| Two plus two equals four. |
| Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. |
plus conj | (in addition) | συν πρόθ |
| So that's the five of us, plus Karen and Bob; we need a bigger car! |
| Επομένως, είμαστε πο πέντε μας συν την Κάρεν και τον Μπομπ. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερο αυτοκίνητο! |
plus, -plus adj | (not less than) | πάνω από επίρ + πρόθ |
| (επίσημο: με γενική) | άνω επίρ |
| | συν, και επίρ |
| In the UK, you need to be eighteen plus to buy alcohol. |
| The voting turnout is expected to be 80% plus for this election. |
| Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να είσαι πάνω από δεκαοκτώ για να αγοράσεις αλκοόλ. // Η συμμετοχή στις εκλογές αναμένεται να είναι πάνω από 80% για αυτές τις εκλογές. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
plus adj | (in grade) | συν επίρ |
| Nina got an A plus for her essay. |
plus adj | (temperature: above zero) | συν πρόθ |
| | πάνω από το μηδέν φρ ως επίρ |
| It only got up to plus four today. |
plus adv | informal (besides) | επιπλέον, επίσης επίρ |
| | εκτός αυτού φρ ως επίρ |
| (επίσημο) | επιπροσθέτως επίρ |
| My new job pays well. Plus, I can eat all the donuts I want. |
plus prep | (together with) | συν πρόθ |
| | και σύνδ |
| | καθώς και, αλλά και σύνδ |
| The house has many closets plus extra storage in the loft. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: