• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: playoff, play off

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
playoff n (sport: tiebreak) (αθλήματα)πλέι-οφ ουσ ουδ
Σχόλιο: Συχνά χρησιμοποείται ο αγγλικός όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
play [sb/sth] off [sb/sth] vtr phrasal sep (set against: [sth] else)φέρνω σε κόντρα κπ/κτ με κπ/κτ έκφρ
  βάζω κπ να τσακωθεί με κπ έκφρ
 The capricious girl played off one suitor against the other.
play off vi phrasal (sport: resolve a tied score)παίζω νοκ άουτ αγώνα περίφρ
 The two teams will play off for the division title.
play-off n (series of games in championship)play off ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 The Lakers didn't make it to the play-offs this year.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση playoff στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «playoff».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!