WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
pettish adj | (easily irritated, sulky) (θυμώνει εύκολα) | οξύθυμος επίθ |
| | δύστροπος επίθ |
| (μεταφορικά) | δύσκολος, ανάποδος επίθ |
| (κάνει παράπονα) | γκρινιάρης επίθ |
Δεν βρέθηκαν συζητήσεις για τον όρο "pettish" στο Greek φόρουμ.pettish - English Only forum
- Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pettish».
Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά