palsy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɔːlzɪ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈpɔlzi/ ,USA pronunciation: respelling(n., v. pôlzē; adj. palzē)

Inflections of 'palsy' (n): npl: palsies
Inflections of 'palsy' (v): (⇒ conjugate)
palsies
v 3rd person singular
palsying
v pres p
palsied
v past
palsied
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
palsy n (muscular paralysis) (ιατρική)παράλυση ουσ θηλ
 The immobile hospital patient suffered from palsy.
 Ο ασθενής που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο ήταν ακίνητος, καθώς έπασχε από παράλυση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Bell's palsy n (facial paralysis)παράλυση Bell φρ ως ουσ θηλ
cerebral palsy n (motor disorder)εγκεφαλική παράλυση επίθ + ουσ θηλ
 There are many ways to help people with cerebral palsy function more easily.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'palsy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση palsy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «palsy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!