oxide

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɒksaɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɑksaɪd, -sɪd/ ,USA pronunciation: respelling(oksīd, -sid)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oxide n (chemistry: oxygen compound)οξείδιο ουσ ουδ
 I have been cleaning the oxide off this old bronze casting all day.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
heavy water,
deuterium oxide
n
(in nuclear reactors) (χημεία)βαρύ ύδωρ επίθ + ουσ ουδ
 Heavy water is an ingredient used in reactors to convert uranium into plutonium.
nitric oxide n (chemical compound)μονοξείδιο του αζώτου φρ ως ουσ ουδ
nitrogen oxide n (chemical compound of oxygen and nitrogen)πρωτοξείδιο του αζώτου έκφρ
nitrous oxide n (laughing gas, N2O)αέριο του γέλιου, υποξείδιο του αζώτου έκφρ
 Nitrous Oxide and Novocaine are the most common methods dentists use to dull pain during procedures.
 Το υποξείδιο του αζώτου και η νοβοκαΐνη είναι οι πιο κοινές μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι οδοντίατροι για να μετριάσουν τον πόνο κατά τις ιατρικές διαδικασίες.
tin oxide n (chemical compound) (χημεία)οξείδιο του κασσιτέρου φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'oxide' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση oxide στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «oxide».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!