Σε αυτή τη σελίδα: overdressed, overdress

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
overdressed adj (wearing overly formal clothes)ντυμένος υπερβολικά για την περίσταση έκφρ
 Robert was overdressed for the barbecue in his suit.
overdressed adj (wearing too many layers)ντυμένος υπερβολικά ζεστά έκφρ
 Katie arrive at the beach in a sweater and quickly realized she was overdressed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
overdress vi (put too many clothes on)ντύνομαι πολύ βαριά περίφρ
  (καθομιλουμένη)παραντύνομαι ρ αμ
overdress vi (wear overly fancy clothes)ντύνομαι πολύ επίσημα περίφρ
  (καθομιλουμένη)παραστολίζομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)ντύνομαι σα λατέρνα έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση overdressed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «overdressed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!