off-putting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɒfpʌtɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɔfˌpʊtɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(ôfpŏŏt′ing, of-)

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
off-putting adj informal (unappealing, that deters)ενοχλητικός επίθ
  που δεν αρέσει περίφρ
  (καθομιλουμένη)που με χαλάει, που με ξενερώνει περίφρ
  (καθομιλουμένη)ξενερωτικός επίθ
Σχόλιο: Ανάλογα με τα συμφραζόμενα μπορεί να αποδοθεί και ως: αποτρεπτικός, αποθαρρυντικός, απογοητευτικός.
 Slurping is an off-putting habit in some cultures.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'off-putting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση off-putting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «off-putting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!