• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: obscured, obscure

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
obscured adj (blocked from view)που δεν φαίνεται περίφρ
  που κρύβεται περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
obscure adj (indistinct: to the eye)δυσδιάκριτος επίθ
  αδιόρατος επίθ
 What's that obscure shape next to that tree?
 Τι είναι εκείνο το δυσδιάκριτο πράγμα δίπλα στο δέντρο;
obscure adj figurative (unclear: in meaning) (νόημα)ασαφής, αόριστος επίθ
 The poem was so obscure I couldn't make any sense of it.
 Αυτό το ποίημα ήταν τόσο ασαφές που δε μπορούσα να βγάλω νόημα.
obscure adj (not known)άγνωστος επίθ
 The origins of this tradition are obscure.
obscure adj (not famous)άγνωστος, άσημος επίθ
 We listened to the album of an obscure singer from the 1960s.
 Ακούσαμε τον δίσκο ενός άγνωστου τραγουδιστή από της δεκαετία του '60.
obscure [sth] vtr (conceal) (να μην φαίνεται)κρύβω ρ μ
  (να μην μαθευτεί)κρύβω, αποκρύπτω ρ μ
 They used curtains to obscure holes in the walls.
 Χρησιμοποίησαν κουρτίνες για να κρύψουν τις τρύπες στους τοίχους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
obscure | obscured
ΑγγλικάΕλληνικά
obscure writing n (text which is hard to decipher)δυσανάγνωστο κείμενο έκφρ
 Doctors always have obscure writing.
obscure writing n (writing whose meaning is hard to discover)δυσνόητο/ασαφές κείμενο έκφρ
 Though the philosopher was at times accused of obscure writing, his ideas still transformed his field.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'obscured' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση obscured στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «obscured».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!