oak

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈəʊk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/oʊk/ ,USA pronunciation: respelling(ōk)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oak n (tree)βελανιδιά ουσ θηλ
  (επίσημο)δρυς ουσ θηλ
 The new house had a huge old oak in the back yard.
 Το νέο σπίτι είχε μια τεράστια παλιά βελανιδιά στην πίσω αυλή.
oak n uncountable (wood)βελανιδιά ουσ θηλ
  (επίσημο)δρυς ουσ θηλ
 The desk was made of solid oak.
 Το γραφείο ήταν φτιαγμένο από μασίφ βελανιδιά.
oak n as adj (made of oak wood)δρύινος επίθ
 Oak furniture is sturdy and durable.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oak n uncountable (oak leaf garland) (κατά λέξη)γιρλάντα με φύλλα βελανιδιάς περίφρ
  φύλλα βελανιδιάς περίφρ
 Rachel wore some oak for the fall festival.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bogwood,
bog-wood,
bog wood
n
(wood preserved in peat bog)ξύλο διατηρημένο σε τυρφώνα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
cork oak n (tree from which cork is obtained)φελλόδεντρο ουσ ουδ
 The cork tree is not harmed when the cork is harvested.
holm oak n (large variety of tree)αριά ουσ θηλ
  (επίσημο)δρυς η αρία φρ ως ουσ θηλ
 The acorns of the holm oak have a pointy shape.
live oak n (evergreen oak tree)αειθαλής βελανιδιά επίθ + ουσ θηλ
live oak n (wood from a live oak tree)ξύλο από δέντρο του είδους αυτού
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
oak furniture n (articles made of oak wood)δρύινα έπιπλα επίθ + ουσ ουδ πλ
  έπιπλα από δρυ περίφρ
  έπιπλα από ξύλο βελανιδιάς περίφρ
oak tree n (deciduous tree)βελανιδιά, δρυς ουσ θηλ
 There are many acorns in the yard that fell from that big oak tree.
 Υπάρχουν πολλά βελανίδια στην αυλή που έπεσαν από τη μεγάλη βελανιδιά.
oak tree n (emblem: image of an oak tree) (εικόνα, αναπαράσταση)βελανιδιά, δρυς ουσ θηλ
oak veneered,
oak-veneered
adj
(finished with a layer of oak wood)με φινίρισμα από δρυ περίφρ
  με φινίρισμα ξύλου βελανιδιάς περίφρ
  με δρύινο φινίρισμα περίφρ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
oakmoss n (lichen on trees)λειχήνας Evernia prunastri
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
poison oak n (plant which causes skin rash)δηλητηριώδης βελανιδιά ουσ θηλ
 I brushed my arm against poison oak and later broke out in a rash.
red oak n (North American oak tree)κόκκινη βελανιδιά επίθ + ουσ θηλ
red oak n (wood of North American tree)ξύλο κόκκινης βελανιδιάς φρ ως ουσ ουδ
  κόκκινη βελανιδιά επίθ + ουσ θηλ
turkey oak n (variety of large tree) (επίσ: είδος βελανιδιάς)δρυς η κηρρίς φρ ως ουσ θηλ
white oak n (North American tree)λευκή βελανιδιά επίθ + ουσ θηλ
  (λόγιο)λευκή δρυς επίθ + ουσ θηλ
white oak n (wood of the white oak tree)ξύλο λευκής βελανιδιάς φρ ως ουσ ουδ
  λευκή βελανιδιά επίθ + ουσ θηλ
  (λόγιο)ξύλο λευκής δρυός φρ ως ουσ ουδ
  λευκή δρυς επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'oak' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: an oak tree, an oak [table, chair], lives on Oak Street, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση oak στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «oak».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!