• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: motoring, motor

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
motoring n mainly UK (driving, esp. for recreation)οδήγηση ουσ θηλ
 This is a good car for everyday motoring.
motoring adj mainly UK (relating to driving)για την οδήγηση περίφρ
  (σε γενική)οδήγησης ουσ θηλ
 This shop sells all sorts of motoring accessories.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
motor n (engine, machine)κινητήρας ουσ αρσ
  μηχανή ουσ θηλ
  (συνήθως μικρές συσκευές)μοτέρ ουσ ουδ άκλ
 Brian bought a new car with an electric motor.
the motor for [sth] n figurative ([sth] that makes things happen) (μεταφορικά)κινητήρια δύναμη επίθ + ουσ θηλ
 Erin was the real motor for the project.
motor adj (control, coordination: relating to movements)κινητικός επίθ
  της κίνησης περίφρ
 He has a condition that makes his motor coordination very poor.
motor adj (related to motion)κινητικός επίθ
  της κίνησης περίφρ
motor adj (causing motion)κινητήριος επίθ
  (με μηχανή)μηχανοκίνητος επίθ
motor vi (drive a car)οδηγώ, οδηγάω ρ αμ
  ταξιδεύω με αυτοκίνητο περίφρ
 We motored around the country in an old 2CV.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
motor n UK, slang (car)αυτοκίνητο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)αμάξι ουσ ουδ
 John bought a new motor last year.
motor vi (move fast)κινούμαι γρήγορα ρ αμ + επίρ
  (μεταφορικά)τρέχω ρ μ
  (ανεπίσημο: επιταχύνω)σπινιάρω ρ μ
Σχόλιο: Μπορεί να αποδοθεί και με άλλες αντίστοιχες εκφράσεις που δηλώνουν κίνηση.
 The runner motored past his competitors to win the race.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
motor | motoring
ΑγγλικάΕλληνικά
electric motor n (engine, device running on electricity)ηλεκτροκινητήρας ουσ αρσ
  (μικρή συσκευή)ηλεκτρικό μοτέρ επίθ + ουσ ουδ άκλ
gas motor n (engine powered by gas combustion)κινητήρας εσωτερικής καύσης ουσ αρσ
 Some lawn mowers have a gas motor.
hydraulic motor n (engine powered by water energy)υδραυλική μηχανή έκφρ
motor bus n (road transport: bus, coach)τουριστικό λεωφορείο,πούλμαν ουσ ουδ
motor car,
motorcar
n
dated (car, automobile)αυτοκίνητο,όχημα ουσ ουδ
motor drive (mechanics)κινητήρας ουσ αρσ
motor home n (vehicle with living quarters)αυτοκινούμενο ουσ ουδ
motor inn n (motel, motorway hotel)μοτέλ, φτηνό ξενοδοχείο στον αυτοκινητόδρομο ουσ ουδ
motor lodge n (luxury motel)ακριβό μοτέλ ουσ ουδ
motor neuron n (nerve cell that sends impulses)κινητικός νευρώνας ουσ αρσ
motor oil n (oil for engine lubrication)λάδι κινητήρων ουσ ουδ
 Always use the correct grade of motor oil for your car engine.
motor pool (military)σταθμός μηχανοκίνητων οχημάτων φρ ως ουσ αρσ
motor racing n (sport: competing in fast cars)αυτοκινητικός αγώνας ουσ αρσ
 Ayrton Senna is a legendary name in motor racing.
motor scooter n (motorized scooter, light motorcycle)μηχανάκι μικρού κυβισμού ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)σκούτερ ουσ ουδ
motor skills npl (coordination, ability to move)κινητικότητα ουσ θηλ
 Cerebral palsy affected Kim's motor skills, but she was brilliant at mathematics.
motor vehicle n (vehicle moved by engine)αυτοκινούμενο όχημα ουσ ουδ
motor-driven adj (propelled by motor)μηχανοκίνητος επίθ
motor-racing track n (sports circuit for racing vehicles)πίστα αγώνων αυτοκινήτων ουσ θηλ
MTB n UK, initialism (Royal Navy: motor torpedo boat)μηχανοκίνητη τορπιλάκατος περίφρ
outboard motor n (engine attached to rear of a boat)εξωλέμβιος κινητήρας ουσ αρσ
 The propeller on the outboard motor was bent from hitting a stone.
rocket motor,
rocket engine,
rocket
n
(engine of a spacecraft)πυραυλοκινητήρας ουσ αρσ
  κινητήρας πυραύλου φρ ως ουσ αρσ
servomotor,
servo-motor
n
(auxiliary motor) (βοηθητική μηχανή)σερβοκινητήρας ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση motoring στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «motoring».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!