miserably

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɪzərəbli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
miserably adv (in a sad way)θλιβερά, καταθλιπτικά επίρ
 The widow walked around miserably.
miserably adv (in a wretched way)άθλια επίρ
 After losing his job and home, Billy ended up begging miserably on the streets.
miserably adv informal (fail, lose, etc.: utterly)οικτρά, παταγωδώς επίρ
  εντελώς επίρ
 She was very tired on race day and failed miserably to beat her own record.
 Ήταν πολύ κουρασμένη τη μέρα του αγώνα και απέτυχε παταγωδώς να καταρρίψει το δικό της ρεκόρ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'miserably' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση miserably στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «miserably».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!