medic

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɛdɪk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈmɛdɪk/ ,USA pronunciation: respelling(medik)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
medic n UK (doctor)ιατρός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)γιατρός ουσ αρσ
 I have been sick for a week; I need to go see a medic.
medic n (medical student)φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The third-year medics are about to begin their first work placements at the local hospital.
medic n (military: medical assistant)διασώστης μάχης, διασώστρια μάχης φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  combat medic ουσ αρσ/θηλ άκλ
  (αν εννοείται από τα συμφραζόμενα)διασώστης, διασώστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Someone call a medic; he's been shot in the leg!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'medic' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση medic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «medic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!