magical

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmædʒɪkəl/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(maji kəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
magical adj (produced by magic)μαγικός επίθ
 She believes the change in him must have been magical.
 Νομίζει ότι η αλλαγή του πρέπει να ήταν μαγική.
magical adj figurative (enchanting)μαγευτικός, μαγικός επίθ
 They spent a magical evening, walking on the beach.
 Πέρασαν ένα μαγευτικό απόγευμα περπατώντας στη θάλασσα.
magical adj (relating to magic) (σχετικός με μάγια)μαγικός επίθ
 He claims to have genuine magical powers, you know.
 Ξέρεις, ισχυρίζεται ότι έχει αληθινές μαγικές δυνάμεις.
magical adj figurative (seeming to be magic) (μεταφορικά)μαγικός επίθ
 He has a magical ability to make money out of nothing.
 Έχει μια μαγική ικανότητα να βγάζει λεφτά από το τίποτε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'magical' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση magical στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «magical».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!