WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| lobbying n | (political: persuading, influencing) | άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης |
| | The industry spent millions on lobbying to preserve their tax breaks. |
| | Η βιομηχανία ξόδεψε εκατομμύρια για την άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης, ούτως ώστε να διαφυλάξει τις φορολογικές απαλλαγές της. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| lobby n | (of building) | προθάλαμος ουσ αρσ |
| | | αίθουσα αναμονής φρ ως ουσ θηλ |
| | (συνήθως ξενοδοχείο) | λόμπι, λόμπυ ουσ ουδ άκλ |
| | Aaron waited for his friend in the hotel lobby. |
| | Ο Άαρον περίμενε τον φίλο του στο λόμπι του ξενοδοχείου. |
| lobby n | (political interest group) | λόμπυ, λόμπι ουσ ουδ άκλ |
| | The oil lobby has a lot of power in the US government. |
| | Το πετρελαϊκό λόμπυ έχει μεγάλη εξουσία στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. |
| lobby⇒ vi | (press government) (πολιτική) | ασκώ πιέσεις ρ μ + ουσ θηλ πλ |
| | After lobbying tirelessly for months, the industry finally got the government to drop the proposed new regulations. |
| | Αφού ασκούσε αδιάκοπα πιέσεις για μήνες, η βιομηχανία κατάφερε την κυβέρνηση να αποσύρει το προτεινόμενο νομοσχέδιο. |
| lobby [sb]⇒ vtr | (press [sb] for) (μεταφορικά) | πιέζω ρ μ |
| | The workers lobbied the company for better conditions. |