linchpin

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɪntʃpɪn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlɪntʃˌpɪn/ ,USA pronunciation: respelling(linchpin′)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
linchpin,
lynchpin
n
figurative (unifying element) (μεταφορικά)άξονας ουσ αρσ
  συνδετικός κρίκος επίθ + ουσ αρσ
  κεντρικός άξονας επίθ + ουσ αρσ
 The monarchy was the linchpin of the nation's traditions and society.
linchpin,
lynchpin
n
(pin that holds a wheel in place)αυτασφαλιζόμενος κοχλίας μτχ ενεστ + ουσ αρσ
  (αγροτικός εξοπλισμός)ασφάλεια αρότρου, περόνη τρακτέρ φρ ως ουσ θηλ
 The rusty linchpin caused the wheel to make a squeaking noise.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση linchpin στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «linchpin».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!