lifespan

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlaɪfspæn/

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lifespan,
life span
n
(person: lifetime)διάρκεια ζωής φρ ως ουσ θηλ
 The average human lifespan is increasing in most countries.
 Η μέση διάρκεια ζωής του ανθρώπου αυξάνεται στις περισσότερες χώρες.
lifespan,
life span
n
(goods: duration)διάρκεια ζωής ουσ θηλ
 These snacks have a lifespan of only a couple of weeks.
 Αυτά τα σνακ έχουν διάρκεια ζωής μόνο δυο βδομάδες.
lifespan,
life span
n
(period of existence)διάρκεια ζωής φρ ως ουσ θηλ
 A total of €2.5 million will be invested over the lifespan of the project.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lifespan' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: has [a normal, an average] lifespan of [ten years], has a [ten] -year lifespan, for the [car's, computer's, battery's] (entire) lifespan, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lifespan στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lifespan».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!