lender

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɛndər/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lender n (money lender) (αυτός που δανείζει χρήματα)δανειστής ουσ αρσ
 We've applied to several lenders for a mortgage.
 Απευθυνθήκαμε σε πολλούς δανειστές για μια υποθήκη.
lender n ([sb] who lends sthg) (αυτός που δανείζει)δανειστής ουσ αρσ
 All equipment will be returned to the lenders after the festival.
 Όλος ο εξοπλισμός θα επιστραφεί στους δανειστές μετά το φεστιβάλ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
mortgage lender n (institution lending money to housebuyers)ενυπόθηκος δανειστής επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lender' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lender στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lender».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!