Σε αυτή τη σελίδα: lacquered, lacquer

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lacquered adj (coated with lacquer)λακαριστός επίθ
 Josie has a collection of lacquered boxes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lacquer n (varnish)βερνίκι, λούστρο ουσ ουδ
 Elizabeth used lacquer to coat her new kitchen table.
lacquer n UK (hairspray)λακ ουσ θηλ άκλ
 Bonnie used lacquer to hold her hairdo in place.
lacquer [sth] vtr (coat with lacquer, varnish)λουστράρω ρ μ
 After building the desk, the carpenter lacquered the wood.
lacquer [sth] vtr UK (use hairspray on)ψεκάζω ρ μ
  βάζω λακ έκφρ
 After finishing the haircut, the stylist lacquered the hair in place.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
lacquer | lacquered
ΑγγλικάΕλληνικά
hairspray,
also UK: hair lacquer
n
(lacquer for styling hair)λακ ουσ θηλ άκλ
Σχόλιο: λακ: ξενικό, άκλιτο
 The stylist finished by spraying the client's hair with hairspray.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lacquered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lacquered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lacquered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!