• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
job lot n (articles bought together) (καθομ: διαφορετικά πράγματα)έναν σωρό πράγματα περίφρ
  (καθομ, μτφ: ίδια πράγματα)παρτίδα ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 They bought a job lot for a very good price.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: a job lot of [second hand goods, videos, magazines], bought a job lot of (things), bought the parts as a job lot, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση job lot στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «job lot».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!