• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: invested, invest

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
be invested in [sth] v expr (be committed to)είμαι αφοσιωμένος σε κτ έκφρ
  (μεταφορικά)είμαι δοσμένος σε κτ έκφρ
 Tom is very invested in his relationship.
 Audrey is very invested in her work.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
invest [sth] vtr (spend money)επενδύω ρ μ
 It looked like a good deal, so Ben invested his life savings.
 Φαινόταν καλή ευκαιρία και έτσι ο Μπεν επένδυσε τις αποταμιεύσεις όλης του της ζωής.
invest [sth] in [sth] vtr + prep (spend money on)επενδύω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 Lisa invested £10,000 in her brother's business venture.
 Η Λίζα επένδυσε 10.000 λίρες στην επιχειρηματική προσπάθεια του αδελφού της.
invest in [sth] vi + prep (buy, spend money on [sth])επενδύω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Laura invested in a new house and car after her promotion.
 I must invest in some good warm clothes before winter arrives.
 Η Λώρα επένδυσε σε ένα νέο σπίτι και ένα νέο αυτοκίνητο μετά την προαγωγή της. // Πρέπει να επενδύσω σε μερικά καλά ζεστά ρούχα πριν έρθει ο χειμώνας.
invest in [sth] vi + prep (commit money to, risk money on [sth])επενδύω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)βάζω χρήματα σε κτ περίφρ
 I am going to ask my father to invest in my business, as I can't get a bank loan.
 Θα ζητήσω από τον πατέρα μου να επενδύσει στην επιχείρησή μου γιατί δε μπορώ να πάρω δάνειο από την τράπεζα.
invest [sth] vtr (devote time) (μεταφορικά)επενδύω ρ μ
  αφιερώνω ρ μ
 The manager invested a lot of time trying to develop his employees.
 Ο μάνατζερ επένδυσε πολύ χρόνο προσπαθώντας να αναπτύξει τις δεξιότητες των υπαλλήλων του.
invest [sth] in [sth] vtr + prep (devote: time, etc. to [sth])επενδύω κτ σε κτ, αφιερώνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 I have invested a lot of time in this business.
 Αφιέρωσα πολύ χρόνο σε αυτήν τη δουλειά.
invest in [sth] vi + prep figurative (be involved in emotionally) (μεταφορικά)επενδύω σε κτ, επενδύω πολλά σε κτ ρ αμ + πρόθ
 She really invested in that relationship; it's a shame they broke up.
 Πραγματικά επένδυσε σε εκείνη τη σχέση. Κρίμα που χώρισαν.
invest [sb] with [sth] vtr + prep formal (give [sb] powers, rights)παραχωρώ κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 The king invested the diplomat with the right to make decisions on behalf of the state.
 Ο βασιλιάς παραχώρησε στον διπλωμάτη το δικαίωμα να αποφασίζει εκ μέρους του κράτους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
invest [sth] with [sth] vtr + prep formal (adorn)διακοσμώ κτ με κτ ρ μ + πρόθ
 The snow invested the trees with a covering of snow.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'invested' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση invested στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «invested».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!