Κύριες μεταφράσεις |
invest [sth]⇒ vtr | (spend money) | επενδύω ρ μ |
| It looked like a good deal, so Ben invested his life savings. |
| Φαινόταν καλή ευκαιρία και έτσι ο Μπεν επένδυσε τις αποταμιεύσεις όλης του της ζωής. |
invest [sth] in [sth] vtr + prep | (spend money on) | επενδύω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| Lisa invested £10,000 in her brother's business venture. |
| Η Λίζα επένδυσε 10.000 λίρες στην επιχειρηματική προσπάθεια του αδελφού της. |
invest in [sth] vi + prep | (buy, spend money on [sth]) | επενδύω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| Laura invested in a new house and car after her promotion. |
| I must invest in some good warm clothes before winter arrives. |
| Η Λώρα επένδυσε σε ένα νέο σπίτι και ένα νέο αυτοκίνητο μετά την προαγωγή της. // Πρέπει να επενδύσω σε μερικά καλά ζεστά ρούχα πριν έρθει ο χειμώνας. |
invest in [sth] vi + prep | (commit money to, risk money on [sth]) | επενδύω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | βάζω χρήματα σε κτ περίφρ |
| I am going to ask my father to invest in my business, as I can't get a bank loan. |
| Θα ζητήσω από τον πατέρα μου να επενδύσει στην επιχείρησή μου γιατί δε μπορώ να πάρω δάνειο από την τράπεζα. |
invest [sth] vtr | (devote time) (μεταφορικά) | επενδύω ρ μ |
| | αφιερώνω ρ μ |
| The manager invested a lot of time trying to develop his employees. |
| Ο μάνατζερ επένδυσε πολύ χρόνο προσπαθώντας να αναπτύξει τις δεξιότητες των υπαλλήλων του. |
invest [sth] in [sth] vtr + prep | (devote: time, etc. to [sth]) | επενδύω κτ σε κτ, αφιερώνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| I have invested a lot of time in this business. |
| Αφιέρωσα πολύ χρόνο σε αυτήν τη δουλειά. |
invest in [sth] vi + prep | figurative (be involved in emotionally) (μεταφορικά) | επενδύω σε κτ, επενδύω πολλά σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| She really invested in that relationship; it's a shame they broke up. |
| Πραγματικά επένδυσε σε εκείνη τη σχέση. Κρίμα που χώρισαν. |
invest [sb] with [sth] vtr + prep | formal (give [sb] powers, rights) | παραχωρώ κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| The king invested the diplomat with the right to make decisions on behalf of the state. |
| Ο βασιλιάς παραχώρησε στον διπλωμάτη το δικαίωμα να αποφασίζει εκ μέρους του κράτους. |