Σε αυτή τη σελίδα: interlocked, interlock

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
interlocked adj (connected, fitted together)συνδεδεμένος μτχ πρκ
  σφιγμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)μπλεγμένος μτχ πρκ
  (χέρια)πιασμένος μτχ πρκ
 The photo clearly shows the interlocked hands of the happy couple.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
interlock vi (connect, fit together)συνδέομαι ρ αμ
  αρμόζω ρ αμ
  (μεταφορικά)κλειδώνω ρ αμ
 These pieces interlock to keep the straps in place.
 Αυτά τα κομμάτια συνδέονται για να κρατήσουν τις δέστρες στη θέση τους.
interlock vi (interweave)πλέκομαι ρ μ αλληλοπαθ
  μπλέκομαι, μπερδεύομαι ρ μ αλληλοπαθ
 The branches of the vines interlock to form a kind of wall.
 Τα κλαδιά από τα κλήματα πλέκονται μεταξύ τους, για να δημιουργήσουν ένα είδος τοίχου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
interlock,
ignition interlock
n
(engine device)συσκευή αλκοτέστ που δεν επιτρέπει στο όχημα να πάρει μπρος αν ο οδηγός είναι μεθυσμένος
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The technician installed an interlock in Dan's car.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση interlocked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «interlocked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!