insulating



From the verb insulate: (⇒ conjugate)
insulating is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: insulating, insulate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
insulating adj (blocking out sound)μονωτικός, ηχομονωτικός επίθ
 You can block out sound by insulating the walls.
insulating adj (trapping heat)μονωτικός, θερμομονωτικός επίθ
 Down jackets are insulating.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
insulate [sth] vtr (building: keep heat in)μονώνω, θερμομονώνω ρ μ
  (σε κτ)βάζω μόνωση, βάζω θερμομόνωση περίφρ
 Insulate the walls of your home with fibreglass or foam.
 Μονώστε (or: θερμομονώστε) τους τοίχους του σπιτιού σας με φάιμπεργκλας ή αφρό.
insulate [sb] from [sth] vtr figurative (protect: [sb](κπ από κτ)προστατεύω ρ μ
 They're trying to insulate their children from all the public attention.
 Προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από το ενδιαφέρον του κοινού.
insulate [sth] vtr (building: make soundproof)μονώνω, ηχομονώνω ρ μ
  (σε κτ)βάζω ηχομόνωση περίφρ
 We've insulated the studio to prevent sound contamination.
 Μονώσαμε (or: ηχομονώσαμε) το στούντιο για να αποφύγουμε την ηχορύπανση.
insulate [sth] vtr (keep warmth in)μονώνω ρ μ
 You can insulate your mattress with a wool cushion.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
insulating | insulate
ΑγγλικάΕλληνικά
insulating tape,
electrical tape
n
(electrical tape)μονωτική ταινία επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'insulating' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση insulating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «insulating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!