innocence

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɪnəsəns/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɪnəsəns/ ,USA pronunciation: respelling(inə səns)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
innocence n (absence of guilt)αθωότητα ουσ θηλ
 Barbara proclaimed her innocence at the press conference.
 Η Μπάρμπαρα διακήρυξε την αθωότητά της στη συνέντευξη τύπου.
innocence n (childlike naivety)αθωότητα ουσ θηλ
  αγνότητα ουσ θηλ
  αφέλεια ουσ θηλ
 In my innocence, I thought I could trust these people.
 Με την αθωότητά μου νόμισα ότι μπορούσα να εμπιστευτώ αυτούς τους ανθρώπους.
innocence n (sexual inexperience) (σεξουαλική)αγνότητα, αθωότητα ουσ θηλ
 The film explores the end of innocence for three teenagers.
 Η ταινία εξερευνά το τέλος της αθωότητας (or: αγνότητας) για τρεις έφηβους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
loss of innocence n (coming of age)απώλεια της παιδικής αθωότητας φρ ως ουσ θηλ
take away [sb]'s innocence v expr euphemism (take [sb]'s virginity)παίρνω την παρθενιά έκφρ
take away [sb]'s innocence v expr (disillusion) (μεταφορικά)κλέβω την αθωότητα έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'innocence' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση innocence στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «innocence».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!