infighting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɪnfaɪtɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɪnˌfaɪtɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(infī′ting)

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
infighting,
in-fighting
n
(disagreement within a group)εσωτερική διαμάχη επίθ + ουσ θηλ
  εσωτερική διαφωνία επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο, συνήθως πληθυντικός)εσωτερική έριδα επίθ + ουσ θηλ
 The Republican Party is plagued by infighting.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση infighting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «infighting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!