increasingly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈkriːsɪŋli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
increasingly adv (more and more)όλο και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο φρ ως επίρ
  όλο και πιο φρ ως επίρ
 The runner got increasingly tired as he ran.
 Ο δρομέας κουραζόταν ολοένα και περισσότερο όσο έτρεχε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'increasingly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: am feeling increasingly [guilty, responsible] for, has an increasingly important role in the [company, government], is becoming increasingly important [to, that], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση increasingly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «increasingly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!