WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
incoming adj | (movement: coming in) | εισερχόμενος μτχ ενεστ |
| (μέσα μεταφοράς) | αφικνούμενος μτχ ενεστ |
| (καθομιλουμένη) | που φτάνει περίφρ |
| The incoming train was carrying freight from the east. |
| Το αφικνούμενο τραίνο μετέφερε φορτίο από την ανατολή. |
incoming adj | (new: to a job) | νέος επίθ |
| (που μόλις προσελήφθη) | νεοπροσληφθείς μτχ αορ |
| (καθομ: που μόλις διορίστηκε) | φρεσκοδιορισμένος μτχ πρκ |
| The incoming mayor had a difficult job ahead of him. |
| Ο νέος δήμαρχος είχε δύσκολη δουλειά μπροστά του. |
incoming adj | (phone call: received) | εισερχόμενος μτχ ενεστ |
| Karen answered the incoming call from the hospital. |
| Η Κάρεν απάντησε την εισερχόμενη κλήση από το νοσοκομείο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
incoming interj | (bombardment) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
| "Incoming! Take cover!" |
incoming n | (act of incoming) (λόγιος) | έλευση ουσ θηλ |
| | ερχομός ουσ αρσ |
| The incoming of the winter brought snow. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: