incapacitated

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɪnkəˈpæsɪteɪtɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(in′kə pasi tā′tid)

From the verb incapacitate: (⇒ conjugate)
incapacitated is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
Σε αυτή τη σελίδα: incapacitated, incapacitate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
incapacitated adj (debilitated, weakened)αδύναμος επίθ
  ανίκανος να αντιδράσει φρ ως επίθ
  (ασθένεια)ανίκανος να αυτοεξυπηρετηθεί φρ ως επίθ
  (όχι άνθρωπος)ακινητοποιημένος μτχ πρκ
Σχόλιο: Η επιλογή εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
incapacitate [sb] vtr (disable, make powerless)αποδυναμώνω, αχρηστεύω ρ μ
  (μεταφορικά)σακατεύω ρ μ
  κάνω ανίκανο περίφρ
 The terrible fall incapacitated the athlete.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση incapacitated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «incapacitated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!