Ο όρος 'in style' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
chasteness
- grandiloquent
- in
- Kafkaesque
- literary
- paternalist
- rage
- Roman architecture
- tight
- trendy
- unfashionable
|
in style
ορισμός |
στα ισπανικά |
στα γαλλικά |
συνώνυμα στα αγγλικά |
αγγλικές συμφράσεις |
Conjugator [EN] |
σε χρήση |
εικόνες
|
|
||||||||||||||||