• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
idle adj (person: doing nothing)άπραγος επίθ
  αδρανής επίθ
  (σπάνιο)άεργος επίθ
 The workers were idle because of the late shipment of materials.
 Οι εργάτες έμεναν άπραγοι λόγω της καθυστερημένης αποστολής των υλικών.
idle adj (person: lazy)αδρανής επίθ
  τεμπέλης επίθ
  (ανεπίσημο)ακαμάτης επίθ
 Helen hoped that her idle daughter would become more motivated if she got a job.
 Η Ελένη ήλπιζε ότι η τεμπέλα κόρη της θα αποκτούσε περισσότερο κίνητρο εάν έβρισκε μια δουλειά.
idle adj (gossip, threats: pointless) (μεταφορικά)κούφιος επίθ
  ανούσιος, ασήμαντος επίθ
 The corporation disregarded the idle threats of the small union.
 Η εταιρεία αγνόησε τις ανούσιες απειλές του μικρού σωματείου.
idle adj (time: non-productive) (μεταφορικά: χρόνος)ελεύθερος, κενός επίθ
 Fred liked to spend his idle time fishing in the creek behind his house.
 Στον Φρεντ άρεσε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του ψαρεύοντας στο ρυάκι πίσω από το σπίτι του.
idle adj ([sth]: not being used)σε αχρηστία περίφρ
  αχρησιμοποιήτος επίθ
 The new equipment was left idle in the warehouse because of the endless bureaucracy.
 Ο καινούριος εξοπλισμός παρέμεινε αχρησιμοποίητος στην αποθήκη λόγω της ατελείωτης γραφειοκρατίας.
idle vi (engine: be left running) (αυτοκίνητο)στο ρελαντί περίφρ
  (άλλη μηχανή)σε αδράνεια περίφρ
 Peter let his car idle at the traffic light.
 Ο Πέτρος άφησε το αυτοκίνητό του στο ρελαντί στο φανάρι.
idle vi (person: laze, do nothing)τεμπελιάζω ρ αμ
  (ανεπίσημο)αράζω ρ αμ
 Ron was reprimanded by his boss for idling at work.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
idle adj (assets: unused)αδιάθετος επίθ
  αχρησιμοποίητος επίθ
  αδρανής επίθ
  που δεν έχει ξοδευτεί περίφρ
 Ken never left his money idle and always invested it well.
idle adj (frivolous)άσκοπος, μάταιος, ανώφελος, ανούσιος, ασήμαντος επίθ
 Larry spent all his money on idle pleasures instead of planning for the future.
idle adj (account, etc.: inactive)ανενεργός επίθ
 If my phone is idle for two minutes, the screen turns itself off.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
idle [sth] away vtr phrasal sep (time, hours: pass lazily)περνάω κτ χαλαρά, περνάω κτ χωρίς να κάνω τίποτα ρ μ + επίρ
  (κατά τη διάρκεια κάποιου πράγματος)αράζω ρ αμ
 The teenagers idled the summer away in the house instead of making themselves useful.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bone lazy,
also UK: bone idle
adj
informal (does nothing) (καθομιλουμένη)αρχιτεμπέλαρος επίθ
  (καθομιλουμένη)τεμπελχανάς ουσ αρσ
  αρχιτεμπέλης ουσ αρσ
  τεμπέλαρος ουσ αρσ
 Jake does nothing around the house—he's bone idle!
idle chatter n (chitchat, discussion of trivia)ψιλοκουβέντα ουσ θηλ
 I can't stay here indulging in idle chatter, I have work to do.
idle gossip n (unfounded speculation)κουτσομπολιό ουσ ουδ
 I've heard it said that their marriage is in trouble, but I think that's just idle gossip.
idle gossip n (chitchat, discussion of trivia)κουτσομπολιό ουσ ουδ
idle hours npl (leisure time)ελεύθερος χρόνος ουσ αρσ
 I spend my idle hours reading crime novels.
idle speed,
also UK: idling speed
n
(engine's slowest speed)ρελαντί ουσ ουδ άκλ
idle talk n (gossip, rumor)κουτσομπολιό ουσ ουδ
  φήμες ουσ θηλ πλ
 I've heard idle talk at the school gates that Liz may be getting a divorce.
idle talk n (talk of trivial things)ψιλοκουβέντα ουσ θηλ
  ψιλή κουβέντα επίθ + ουσ θηλ
idle threat n (no intent to follow through) (μεταφορικά)κενή απειλή επίθ + ουσ θηλ
 Her talk of resigning was regarded as an idle threat.
idle time n (computing: period of non-use)χρόνος αδράνειας περίφρ
idle time n (business: non-productive time)εποχή αδράνειας περίφρ
lying idle adj (not being used)μένω αχρησιμοποίητος ρ έκφρ
  (καθομ, μεταφορικά)κάθομαι ρ αμ
  (καθομ, μεταφορικά)κάθομαι και περιμένω περίφρ
 My brother bought a bicycle which he no longer uses and it's just lying idle in the garage.
make idle talk v expr (talk casually about trivial things)ψιλοκουβεντιάζω ρ αμ
  πιάνω ψιλή κουβέντα έκφρ
 The two women made idle talk about friends and family.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'idling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση idling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «idling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!