WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
human sacrifice n (religion: killing [sb] for a god)ανθρωποθυσία ουσ θηλ
 The Aztecs practiced human sacrifice.
human sacrifice n (religion: [sb] killed for a god)άτομο που θυσιάζεται περίφρ
  (θύμα θυσίας)θυσία ουσ θηλ
 Archaeologists have discovered the skulls of 80 women who were used as human sacrifices.
 Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα κρανία 80 γυναικών που θυσιάστηκαν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'human sacrifice' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση human sacrifice στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «human sacrifice».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!