• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: hoofed, hoof

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hoofed adj (animal: having hooves) (ζώο)οπληφόρος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hoof,
plural: hoofs,
hooves
n
(foot of horse, etc.) (συνήθως πληθυντικός)οπλή ουσ θηλ
 The horse injured a hoof during the ride yesterday.
 Το άλογο τραυμάτισε τη μια οπλή του κατά τη βόλτα χτες.
hoof it v expr slang (walk, go on foot) (ανεπίσημο, μτφ)το κόβω με τα πόδια έκφρ
  περπατάω ρ αμ
  πάω με τα πόδια έκφρ
 Hannah had a flat tire, so she had to hoof it to work.
 Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να το κόψει με τα πόδια μέχρι τη δουλειά της.
 Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hoof vi (dance)χορεύω ρ αμ
 Fred started his swing dancing career by hoofing in local bars.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
hoofed | hoof
ΑγγλικάΕλληνικά
cloven-hoofed adj (cattle: with split hooves)δίχηλος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hoofed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hoofed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!