hindrance

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhɪndrəns/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈhɪndrəns/ ,USA pronunciation: respelling(hindrəns)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hindrance n (impediment: progress)εμπόδιο ουσ ουδ
  φραγμός ουσ αρσ
 Stacy's mom thought that her daughter's boyfriend would be a hindrance to her success.
 Η μητέρα της Στέισι θεωρούσε ότι ο φίλος της κόρης της θα ήταν ένα εμπόδιο στην επιτυχία της.
hindrance n (impediment: physical)εμπόδιο ουσ ουδ
 James' broken leg was a big hindrance, but he made it onto the team somehow anyway.
 Το σπασμένο πόδι του Τζέιμ ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο, αλλά κατάφερε ούτως ή άλλως να μπει στην ομάδα με κάποιον τρόπο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hindrance' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is a hindrance to [the economy, progress], the hindrance of [money, time, space, energy], overcome the hindrance of [money], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hindrance στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hindrance».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!