WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
high street, High Street n | UK (town's main street) | κεντρικός επίθ ως ουσ |
| | κεντρικός δρόμος επίθ + ουσ αρσ |
| Roadworks are delaying traffic in the high street. |
| Τα οδικά έργα καθυστερούν την κυκλοφορία στον κεντρικό. |
| Τα οδικά έργα καθυστερούν την κυκλοφορία στον κεντρικό δρόμο. |
high street, the high street, the High Street n | UK, figurative, often capitalized (retail sector) | κεντρικός εμπορικός δρόμος φρ ως ουσ αρσ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| Discount supermarkets offer the lowest prices on the High Street. |
| Τα εκπτωτικά σουπερμάρκετ στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους προσφέρουν τις χαμηλότερες τιμές. |
high-street n as adj | UK, figurative (shops, fashion: retail) (ρούχα, μαγαζιά) | οικονομικός επίθ |
| (ρούχα) | από οικονομικές αλυσίδες περίφρ |
| | από οικονομικά καταστήματα περίφρ |
| Models paraded the latest high-street fashions. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: