• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: henpecked, henpeck

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
henpecked,
hen-pecked
adj
(persistently nagged by woman)που υφίσταται συνεχώς γκρίνια περίφρ
  που του γκρινιάζουν συνεχώς περίφρ
 Richard was so henpecked that he didn't dare voice his opinion, even about what he wanted to eat for dinner.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
henpeck [sb] vtr figurative, informal (nag or boss persistently) (καθομιλουμένη)γκρινιάζω ρ αμ
  μουρμουράω ρ αμ
  (μτφ)τα πρήζω σε κάποιον έκφρ
  πρήζω κάποιον έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση henpecked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «henpecked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!