WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hardworking,
also UK: hard-working
adj
(diligent)εργατικός επίθ
  που δουλεύει σκληρά περίφρ
  (φιλοφρόνηση, καθομ)δουλευταράς επίθ
  (απλή αναφορά γεγονότος)σκληρά εργαζόμενος επίρ + μτχ ενεστ
 The seasonal workers employed to help with the harvest are very hardworking indeed.
 Οι εποχικοί εργάτες που προσλήφθηκαν για να βοηθήσουν με τον θερισμό είναι όντως πολύ εργατικοί.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι σκληρά εργαζόμενες νοικοκυρές δεν παίρνουν ποτέ την αναγνώριση που τους αξίζει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hardworking' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hardworking στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hardworking».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!