WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
hand [sth] out, hand out [sth] vtr phrasal sep | (distribute) | μοιράζω ρ μ |
| | | διανέμω ρ μ |
| | Volunteers in Haiti are handing out food and water to earthquake victims. |
| | Οι εθελοντές στην Αϊτή διανέμουν τρόφιμα και νερό στους σεισμόπληκτους. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
handout, also UK: hand-out n | (information sheet) | ενημερωτικό έντυπο επίθ + ουσ ουδ |
| | The handout says you have to register online. |
| | The secretary ensured there were enough copies of the handout for everyone who would be attending the meeting. |
| | Το ενημερωτικό έντυπο λέει πως πρέπει να εγγραφείς διαδικτυακά. // Η γραμματέας διασφάλισε πως υπήρχαν αρκετά αντίγραφα του ενημερωτικού εντύπου για όλους όσους συμμετείχαν στη σύσκεψη. |
handout, also UK: hand-out n | ([sth] given to beggar) (σε ζητιάνο) | ελεημοσύνη ουσ θηλ |
| | The street was lined with homeless people seeking handouts. |
| | Ο δρόμος ήταν γεμάτος με αστέγους που ζητούσαν ελεημοσύνη. |
handout, also UK: hand-out n | often plural ([sth] given for free) | δείγμα δωρεάν περίφρ |
| | | δωρεάν επίθ |
| | (κατ' επέκταση) | διαφημιστικός επίθ |
| | | δοκιμαστικός επίθ |
handouts, also UK: hand-outs npl | (benefits, financial aid) (κρατική οικονομική βοήθεια) | κοινωνικές απολαβές επίθ + ουσ θηλ πλ |
| | | επιδόματα ουσ ουδ πλ |
| | Even working people sometimes need handouts to make ends meet. |
| | Ακόμα και οι εργαζόμενοι χρειάζονται ορισμένες φορές επιδόματα για να τα βγάλουν πέρα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: